ἀβλάστητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβλάστητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβλάστητος ἐπίθ. Κεφαλλ. Πελοπν. κ.ἀ.-Λεξ. Κομ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀβλάστητος.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ βλαστήσας, ὁ μὴ ἀναδώσας βλαστοὺς Κεφαλλ. Πελοπν. κ.ἀ. -Λεξ. Κομ. Λάουνδ.: Ἀμπέλι ἀβλάστητο Πελοπν. Περγουλεˬὰ ἀβλάστητη (περγουλεˬὰ= κληματαρεˬὰ) Κεφαλλ. Συνών. ἀβλαστάρωτος 1, ἄβλαστος. 2)Μεταφ. ὁ μὴ ἀποκτήσας τέκνα, ἄτεκνος Πελοπν.: Παντρεύτηκε κ᾿ εἶναι δυˬὸ κούτσουρα, εἶν᾿ ἀβλάστητος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβλαστάρωτος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/