ἀβλαστολόγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβλαστολόγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβλαστολόγητος ἐπίθ. Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ. ἀβλαστολόητους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. ἀβλαστολόγιστος Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀβλαστολόγιστους Ἤπ. ἀβλαστολόιστος Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀβλαστολόιγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βλαστολογῶ. Ὁ τύπ. ἀβλαστολόγιστος κατ᾿ ἀναλογ. τῶν ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ. παραγομένων εἰς -ιστος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ βλαστολογημένος, τοῦ ὁποίου δηλ. δὲν ἀπεκόπησαν οἱ περιττοὶ βλαστοὶ διὰ νὰ ἐνισχυθῇ ὁ ὑπόλοιπος κορμός, συνήθως ἐπὶ τῆς ἀμπέλου ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀμπέλι ἀβλαστολόγητο Κόρινθ. κ.ἀ. Ἀβλαστουλόιγα τά ᾿χου ἀκόμα τ᾿ ἀμπέλιˬα Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA