ἀβλέμονας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβλέμονας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀβλέμονας ὁ, Κεφαλλ. Στερελλ. (Μεσολλόγγ.) -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,68 ΑΤραυλαντ. Ἐξαδέλφ. 14 καὶ 23 ἀβλέμουνας Ἤπ. Σάμ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου. Κατὰ ΧΠαντελίδ. ἐν Byzant. Zeitschr. 30 (1930) 236 ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. βλέμμα· *ἀβλέμμων βυθὸς (ἔνθα βλέμμα δὲν δύναται νὰ φθάσῃ). Κατὰ ΣΜενάρδ. ἐν Ἐπετ. Ἑταιρ. Βυζαντ. Σπουδ. 7 (1930) 241 ἐκ τοῦ εὐλίμενος.
Σημασιολογία
1)Ὅρμος κατάλληλος πρὸς ἀγκυροβολίαν Ἤπ. Σάμ. Στερελλ. (Μεσολλόγγ.) κ.ἀ.: Ἔτσι, χωρὶς σκέψι βγαίνει ἀπὸ τὸν ἀβλέμονα νὰ πάῃ ᾿ς τὸ κανάλι ΑΤραυλαντ. ἔνθ᾿ ἀν. 23. Ὢ, γιˬατί δὲν ἐπνιγόμαστε ᾿ς τὸν ἀβλέμονα! ΑΤραυλαντ. ἔνθ᾿ ἀν. 14. 2)Βαθεῖα καὶ ἀδιόρατος ὀπὴ εἰς τὸν πυθμένα τῆς θαλάσσης Κεφαλλ. β)Βαθεῖα θάλασσα Κεφαλλ. -ΚΚρυστάλλ. ἐνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. Πῶς τοῦ πελάου ὁ άβλέμονας, πῶς ὁ βυθὸς της λίμνης νὰ στίψουνε, νὰ πατηθοῦν κιˬ ὁ χαλασμὸς νὰ πάψῃ (τοῦ πελάου ὁ ἀβλέμονας κατὰ περίφρ. ἀντὶ τοῦ ἀπλοῦ ἀβλέμονας)|| Συνεκδ. ἐπὶ τοῦ πολλοῦ: Φρ. Τρώει ἕναν ἀβλέμονα, ἔφαγε τὸν ἀβλέμονα (ἐπὶ πολυφάγου) Κεφαλλ. Συνών. φρ. τρώει ἕνα περίδρομο, τρώει τὴν ποταμοθάλασσα, τρώει ἕναν ἄδυσσο (ἰδ. ἄβυσσος), ἐφαγε ἔναν ᾍδη. γ)Αὖλαξ σχηματιζομένη εἰς τὸν πυθμένα ἀβαθῶν μερῶν τῆς θαλάσσης ἕνεκα τοῦ ρεύματος τῆς παλιρροίας Στερελλ. (Μεσολόγγ.) 3)Χαράδρα μεταξῦ δύο ὀρέων διαπνεομένη ὑπὸ ἀέρος Σάμ. 4)Μεταφ. ὁ τρώγων πολύ, ἀδηφάγος (διότι ὁ ἀβλέμονας πιστεύεται ὡς πλατὺς καὶ βαθὺς)Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA