ἄβλεπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβλεπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄβλεπος ἐπίθ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ. ἀνέγλεπος Στερελλ. (Ἄμφ.) κ.ἀ. ἀνάβλεφτος ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 38.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βλέπω ἀπὸ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ. Περὶ τῶν τύπ. ἀνέγλεπος καὶ ἀνάβλεφτος ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ. Πβ. καὶ μεσν. ἄβλεπος= ἀόρατος.
Σημασιολογία
Παθ. ὁ οὐδέποτε ἢ σπανίως μόνον βλεπόμονος, ἀθέατος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄβλεπος κατάντησε Παξ. Ἄβλεπη γυναῖκα, ποτὲ δὲ φαίνεται ᾿ς τὸν κόσμο Κεφαλλ.|| Ποίημ. Καὶ κἄποτε περνάει ψηλὰ ἀπ᾿ τ᾿ ἁλώνιˬα ὁ νυχτοπάτης καὶ κράζει μιˬὰ καὶ χάνεται ἀνάβλεφτος ᾿ς τὰ πλάγιˬα (νυχτοπάτης=εἶδος πτηνοῦ) ΣΠασαγιάνν. ἔνθ᾿ ἀν. Ἐνεργ. ὁ μὴ ἰδών τι ἔνθ᾿ ἀν.: Καηˬμένε σὰν ἀνέγλεπος κάνεις! (πρὸς λαίμαργον) Ἄμφ. Συνών. φρ. σὰν νὰ μὴ τὸ εἶδες ποτὲ ᾿ς τὰ μάτιˬα σου!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA