ἀβόι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβόι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβόι τό, Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Σφαῖρα ἐλαστικὴ εὔχρηστος εἰς παιδιάς: Παίζω τ᾿ ἀβόι. Τὸν ἐπέταξε ᾿ς τὴν ἄκριˬα σὰν ἀβόι.|| Φρ. Εἶναι σὰν ἀβόι (ἐπὶ τοῦ εὐτραφοῦς). Τὸν κυλᾶνε σὰν ἀβόι (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀβούλου, τὸν ὁποῖον ἕκαστος μεταχειρίζεται ὅπως θέλει). Πβ. ἀβόριο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/