ἄβολα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβολα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄβολα ἐπίρρ. σύνηθ. ἄβουλα βόρ. ἰδιώμ. ἀνάβολα Βιθυν. Κύθηρ. Τσακων. κ.ἀ. ἀνάβουλα Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ. ἀνάσβολα Ζάκ. Κεφαλλ. ἀνάσβουλα Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. ἀνέβολα Πελοπν. (Γύθ. Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄβολος. Διὰ τοῦς μετᾶ τοῦ ἀνα- ἀνε- τύπ. ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ. Τὸ ἀνάβολα καὶ παρὰ Γερμ.
Σημασιολογία
1)Οὐχὶ εὐθέτως, οὐχὶ κανονικῶς, ἀλλ᾿ ἀδεξίως, κακῶς σύνηθ.: Εἶναι ἄβολα τὸ σπίτι (παράμερα, μακρὰν τῆς ὁδοῦ, δηλ. οἰκία, εἰς τὴν ὁποίαν διὰ νὰ φθάσῃ τις πρέπει νὰ παρεκκλίνῃ τῆς συνήθους ὁδοῦ) σύνηθ. Μοῦ εἶναι ἄβολα τὸ χωράφι Μῆλ. Μὄρχιτι ἀνάβουλα Ζαγόρ. Θά σ᾿ φείνεται ἄβολα ᾿δῶ (ἤτοι οὐχὶ εὐχάριστος ἡ ἑνταῦθα διαμονὴ) Τῆν. Μοῦ ᾿ρχεται ἀνάσβολα Ζάκ. Ἀνάσβουλα κάθουμι (δηλ. οὐχὶ ἀνέτως) Αἶν. Ἀνάσβουλα ἄρχισα τὴ δ᾿λειά μ᾿ αὐτόθ. Μοῦ ἔρχεται ἀνάβολα Κύθηρ. 2)Οὐχὶ κατ᾿ εὐχήν, ἀλλ᾿ ἀντιξόως σύνηθ.: Μοῦ ᾿ρθανε ἄβολα τὰ πράματα σύνηθ. Ἦρθαν τὰ πράματα ἀνάσβουλα Σάμ.|| Φρ. Εἶναι ἄβολά του (δυσκολεύεται) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Συνών. ἀβόλετα 2, ἀνάποδα, ἀντίθ. βολικά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA