ἀβόσκητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβόσκητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβόσκητος ἐπίθ. Ἤπ. Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Σύμ. κ.ἀ. ἀβόσκητους Μακεδ. ἀβόκετος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀβόσκιστος Κρήτ. κ.ἀ. ἀβόκιστος (Τραπ. Χαλδ.) ἀβόσκιστους Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) ἀβόκιγος Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀβόσκιγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀβόσκητος σημαῖνον τὸν ἄνευ βοσκῆς, τὸν μὴ βοσκηθέντα. Τὸ ἀβόσκιστος καὶ ἀβόσκιγος ἐκ τοῦ βοσκίζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ βοσκηθείς, ἐπὶ τόπου, χόρτου κττ. Ἤπ. Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. κ.ἀ.: Κῆπος ἀβόσκητος Βιάνν. Δὲν ἔμεινε πουθενὰ τόπος ἀβόσκητος Ἤπ. Ἀβόσκιγους τόπους Αἰτωλ. Ἀβόσκιη λάκκα αὐτόθ. Ἀρμά᾿ ἀβόσκιστου (δάσος ἀβ.) Χαλκιδ. Ταγὴ ἀβόσκητη ( ταγὴ=βρώμη) Βιάνν. Κριθάρι ἀβόσκητο αὐτόθ. Ἀβόκιστον χορτάρ᾿ Τραπ. Χαλδ. Ἤδη παρὰ Βαρβ. 45,10 «ὀρῶν ἀβοσκήτων» 2)Ὁ μὴ βοσκήσας, ὁ μὴ χορτάσας διὰ βοσκῆς, ἐπὶ ζῴου Κρήτ. Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Σύμ. κ.ἀ.: Πρόβατα ἀβόσκητα Κρήτ. Ἀβόσκητα τζὰ (ζῷα) Σύμ. κ.ἀ. Ἀβόσκιστο ἀρνὶ -ζῷ Κρήτ. Ἀβόσκιστου μ᾿λάρ᾿ (μουλάρι) Χαλκιδ. Ἀβόκιστα εἶναι τ᾿ ἄλογα-τὰ πρόβατα-τὰ χτήνα (ἀγελάδες) Τραπ. Χαλδ. Ἀβόκιγον ἕν᾿ τὸ ζῷν Κοτύωρ. Χαλδ. Συνών. ἄβοσκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA