ἁγιˬόξυλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬόξυλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬόξυλο τό, Ἄνδρ. Ἰων. (Σμύρν.) Προπ. (Κύζ.) Σαλαμ. κ.ἀ.- Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. ξύλο.

Σημασιολογία

1)Τὸ ξύλον τοῦ τιμίου σταυροῦ, ἐξ οὗ κατασκευάζονται περίαπτα ὡς ἀποτρόπαια. Τοῦτο τιθέμενον ἐν ζύμῃ πιστεύεται ὅτι προκαλεῖ ζύμωσιν Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Συνών. τιμιόξυλο. 2)Τὸ ξύλον τοῦ φυτοῦ πύξου τοῦ ἀειθαλοῦς (buxus sempervirens) τῆς τάξεως τῶν γρομφαδιωδῶν (scrofulariaceae), κίτρινον, συμπαγὲς σκληρὸν καὶ ἄριστον εἰς τὴν ξυλογλυπτικὴν (ΠΓεννάδ. 815) Ἄνδρ. Ἰων. (Σμύρν.) Προπ. (Κύζ.) Σαλαμ. κ.ἀ. Συνών. πυξάρι, τσιμσίρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/