ἄβοσκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβοσκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβοσκος ἐπίθ. Ἤπ. ἄβουσκους Μακεδ. (Σιάτ.) ἄβουκους Ἤπ. (Κόνιτσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βόσκω ἀπὸ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ βοσκηθείς, ἀβόσκητος, ἐπὶ τόπου Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ. (Σιάτ.): Τόπους ἄβουσκους Κόνιτσ. Λιβάδ᾿ ἄβουσκου Σιάτ. 2)Ὁ μὴ βοσκήσας, ὁ μὴ χορτάσας διὰ βοσκῆς, ἐπὶ ζῴου Ἤπ. (Κόνιτσ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Σιάτ.): Πρόβατο ἄβοσκο Ἤπ. Οὑ τσουbάνους μᾶς ἄφ᾿κι σήμερα ἄβουσκα τὰ πρόβατα Κόνιτσ. Συνών. ἀβόσκητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/