ἁγιˬοπαίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬοπαίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬοπαίδι τό, ἀμάρτ. ἁγιˬοπαίδ᾿ Θρᾴκ. ἁγιˬόπαιδο Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κάλυμν. Κεφαλλ. Κρήτ. Κῶς Πελοπν. (Βασαρ.) Ρόδ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. παιδί. Περὶ τοῦ μεταπεπλασμένου τύπ. ἁγιˬόπαιδο πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,170-173 καὶ 179 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Παῖς ὁραματιζόμενος καὶ προλέγων τὰ μέλλοντα καὶ προτρέπων διὰ τῶν ὁραματισμῶν εἰς εὐσέβειαν Πελοπν. (Βασαρ.) β)Τὸ ἅγιον, τὸ ἠθικῶς ἄμεμπτον παιδίον Κάλυμν.;Αὐτὸ εἶναι ἁγιˬόπαιδο! 2)Κατ᾿ ἀντίφρ. παιδίον ζωηρόν, ἀτίθασον, κακὸν Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Κάλυμν. Κεφαλλ. Κῶς Ρόδ. κ.ἀ.:Πήγαινε ἀποδῶ, βρὲ ἁγιˬοπαίδ᾿! Θρᾴκ. Φύγε ἀποδῶ, βρὲ σὺ ἁγιˬόπαιδο!Ρόδ. Συνών. διˬαβολόπαιδο, παλα͜ιόπαιδο. 3)Κατ᾿ ἀντίφρ. παῖς κλέπτης, ἅρπαξ Κρήτ. Κῶς. Συνών. ἁγιˬοκώπελλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA