ἁγιˬόπεφτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬόπεφτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬόπεφτο τό, Νάξ. (Γαλανάδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. Πέφτη.
Σημασιολογία
Ἡ Πέμπτη τῆς Διακαινισίμου Ἑβδομάδος, καθ᾿ ἣν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πλύνουν εἰς μέρη, ὅπου ὑπάρχουν δένδρα, καὶ νὰ ἐργάζωνται εἰς ὡρισμένα μέρη, διότι προσβάλλονται ὑπὸ κασσίδας. Πβ. ἁγιˬόπεφτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA