ἅγιˬο-Πνέμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅγιˬο-Πνέμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἅγιˬο-Πνέμα τό, σύνηθ. ἅγιν-Πνεῦμα Καππ. (Ἀραβάν.) ἁγιν-Πνέμα Πόντ. ἁι-Πνέμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κύθν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ ὀν. Πνέμα.
Σημασιολογία
1)Τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ἤτοι τὸ τρίτον πρόσωπον τῆς ἁγίας Τριάδος σύνηθ. καὶ Πόντ.: Ἐγὼ δὲν ἔχω τ᾿ ἅγιˬο-Πνέμα γιˬὰ νὰ ξέρω τὶ θέλεις ἐσύ (δηλ. φώτισιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος) Παξ. Κατέβηκε τ᾿ ἅγιˬο-Πνέμα Κρήτ. Θὰ κατέβῃ τ᾿ ἅγιˬο Πνέμα καὶ δὲ θὰ σὲ φωτίσῃ Θήρ. Τῆν. Τοῦ ἁγίου-Πνέματος (ἐνν. ἡ ἑορτὴ) πολλαχ. || Γνωμ. Τ᾿ ἅι-Πνεμάτου βάλ᾿ ὀρνὸ καὶ τ᾿ ἅι-Λιˬᾶ φά᾿ σῦκα (ὁ μὲν ἐρινασμὸς τῶν συκῶν γίνεται περίπου κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ δὲ ὡρίμανσις τῶν σύκων τοῦ ἁγίου Ἠλία) Κύθν. 2)Τὸ ἅγιον βῆμα, τὸ τρίτον μέρος τοῦ ναοῦ, ἐν ᾧ ὑπάρχει τὸ θυσιαστήριον 9ἐκ τῆς συμβολικῆς διὰ περιστερᾶς εἰκονικῆς παραστάσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος εὑρισκομένης ἐν τῷ εἰκονοστασίῳ ὑπὲρ τὴν ὡραίαν πύλην) Καππ. (Ἀραβάν.) Συνών. ἅγιˬο-βῆμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA