Ἁγιˬορείτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἁγιˬορείτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἁγιˬορείτης ὁ, πολλαχ. Ἁγιˬουρείτ᾿ς Μακεδ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. Ἁγιορείτης. Πβ. Δουκ.
Σημασιολογία
1)Μοναχὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους πολλαχ. Συνών. Ἁγιˬονορείτης 1. 2)Τεχνίτης λαϊκός, ὡς ὑποδηματοποιός, σιδηρουργός, κτίστης καὶ λοιποί, ἐργαζόμενος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA