Ἁγιˬορείτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἁγιˬορείτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

Ἁγιˬορείτικος ἐπίθ. Ἄνδρ. Ἄθ. Κωνπλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σκῦρ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀυσ. Ἁγιˬορείτης.

Σημασιολογία

Ὁ ἐξ Ἁγίου Ὄρους προερχόμενος, ἐπὶ φυσικῶν προϊόντων ἢ τεχνητῶν πραγμάτων: Ἁγιˬορείτικο κρασὶ Ἄθ. κ.ἀ. Ἁγιˬορείτικα φασόλιˬα-λεφτόκαρα αὐτόθ. Ἁγιˬορείτικος σκοῦφος (ἰδιαζούσης κατασκευῆς κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τῶν κληρικῶν) Κωνπλ. Ἁγιˬορείτικος ἀσημοσταυρὸς Ἀρκαδ. Ἁγιˬορείτικο τραπέζι (τράπεζα φαγητοῦ πρωτογόνου κατασκευῆς μονοκόμματος διαμέτρου ἑνὸς περίπου μέτρου καὶ ὔψους 0,30) Σκῦρ. Ἁγιˬορείτικα σῦκα καὶ ἄνευ οὐσ. Ἁγιˬορείτικα (σῦκα εὐμεγέθη, λευκόφαια καὶ βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος ἐσωτερικῶς) Ἑρμούπ. Ἁγιˬορείτικε͜ια συκεὰ (συκῆ παράγουσα τὰ εἰρημένα σῦκα) αὐτόθ. || ᾎσμ. Σὰν ἄρχως ἔρχεσαι, σὰ ρήγας κατεβαίνεις, σὰν Ἁγιˬορείτικος σταυρὸς ᾿ς τὸν καφενὲ πηγαίνεις (ἄρχως=ἄρχων) Ἄνδρ. Συνών. Ἁγιˬονορείτικος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/