ἀγκωνόχερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκωνόχερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκωνόχερο τό, Πελοπν. (Λακων.) ἀγκουνόχερο Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγκῶνας καὶ χέρι.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἀγκὼν τῆς χειρός: Θὰ σοῦ δώσω κἀμμιˬὰ μὲ τὸ ἀγκωνόχερο! Συνών. ἀγκῶνας 1. 2)Τὸ ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος μέχρι τῶν ἄκρων δακτύλων δι΄στημα ὡς μονὰς μήκους λαμβανόμενον. Συνών. ἀγκῶνας 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA