ἀγκώνω (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκώνω (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκώνω (II)Πελοπν. (Δημητσάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκῶνας.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τῶν παιδιῶν, μετρῶ διὰ τῶν ποδῶν (ὅταν πρόκειται νὰ ἀναδειχθῇ τίς πρῶτος θὰ παίξῃ, οἱ παίζοντες τίθενται ἀντιμέτωποι εἰς ἀπόστασιν τινα καὶ βαίνουν πρὸς ἀλλήλους, τοῦ ἑκάστοτε προβαλλομένου ποδὸς ἐφαπτομένου τῶν ἄκρων τοῦ ἑτέρου, ἐκεῖνος δέ, τοῦ ὁποίου ὁ ποὺς κατὰ τὴν συνάντησιν πατήσῃ τὸν τοῦ ἑτέρου, ἀναδεικνύεται πρῶτος). Πβ. ἀγκωσιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA