ἄγραντος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγραντος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγραντος ἐπίθ. Παξ. ἄγραdους Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀίγραντους Μακεδ. ἄγραστος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γραντὸς< γραίνω.
Σημασιολογία
1)Ἐπὶ τῶν ἐρίων κττ. ἄξαντος, ἀλανάριστος, μήπω παρεσκευασμένος πρὸς κλῶσιν Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) Παξ.: Τὰ μαλλιˬὰ εἶνι ἄγραdα Χαλκιδ. Ἔχομου καὶ τὸ μαλλὶ ἀκόμα ἄγραντο Παξ. 2)Ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων κττ. ἄφθαρτος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ.):Τὰ λώματα μ᾿ ἀκόμαν ἄγραστα εἶναι (λώματα=ἐνδύματα) Τραπ. Ἄγραστα εἶναι ἀκόμητο τὰ ταρούσ μ᾿ Ὄφ. Ντό ἄγραστον καμίσ᾿ ἔεις! (καμίσ᾿=ὑποκάμισον) Τραπ. Ἄγραστον ν᾿ ἀπομένῃ! (ἀρὰ. Συνών. φρ. νὰ μὴ φτάσῃς νὰ τὸ λε͜ιώσῃς!) Κερασ. Συνών. ἄλε͜ιωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA