ἄβουλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβουλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβουλλος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἄβουλ-λος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. βούλλα. Πβ. μεσν. ἄβουλλος=ἀσκεπής, ἄνευ καλύμματος Διήγ. Παιδιόφρ. στ. 138 (ἔκδ. Wagner σ.146. «ἄν εὕρῃς δ᾿ ἄβουλλον ρωγὶν νὰ γέμῃ τὸ ἐλᾴδιν». Περὶ τοῦ μεσν. βούλλα ἐπὶ τὴς σημ. τοῦ καλύμματος ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. 1930 σ. 424.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων βούλλαν, ἤτοι χαρακτηριστικὸν σημεῖον: Ἄπ-παρος ἄβουλ-λος (ἵππος ἄβ.). Αἶγιˬα ἄβουλ-λη. Συνών. ἀβούλλωτος 3β, ἀσημάδευτος, ἀσημάδιˬαστος, ἀσήμαδος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/