ἀγραπόδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγραπόδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγραπόδιν ἐπίθ. οὐδ. Κύπρ. ἀγραπ-πέτιν Κύπρ. ἀδραπ-πέτιν Κύπρ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐσ. τριπόδι παρὰ τὸ τρίποδον, περὶ οὗ ἰδ. ΒΦάβην ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 117. Οἱ λοιποὶ τύποι παρετυμολογικῶς διὰ λήθην ἐτύμου.
Σημασιολογία
Τὸ ταχέως πηδῶν, μόνον ἐν αἰνιγμ. ἢ καθαρογλωσσ.: Πετεινάριν ἀγραπόδιν, | ἀγραποπαπιροπόδιν, κατσαρόσπορον συνάει. | Μὰ τὸν ἅιν Ἑρμογένην, ἂν μαντέψῃς εἶντα ἔνι. (ἡ ἀνεμοδούρα). Πετεινάριν ἀγραπ-πέτιν | ἀπ-πηᾷ βραμοὺς ταὶ ρέσει | δώματα ταὶ κατεβαίνει (ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος). Συνών. ἀγραποπαπιροπόδιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA