ἄγλαμπρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγλαμπρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγλαμπρος ἐπίθ. Κάλυμν. Ρόδ. Τῆλ. ἔλαbρους Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἔκλαμπρος.

Σημασιολογία

Λαμπρός, ὡραῖος, συνήθως ἐπὶ τῆς σελήνης καὶ τοῦ ἡλίου ἔνθ᾿ ἀν.: || ᾌσμ. Ὡς εἶν᾿ τὸ μῆλο κόκκινο καὶ τὸ κυδώνι ἄσπρο, θωρεῖ τὸν οὐρανὸ θαμπὸ καὶ τ᾿ ἄστρα βουρκωμένα καὶ τὸ φεγγάρι τ᾿ ἄγλαμπρο, ἔτσι ᾿ναι ἡ κερά μου Ρόδ. Τὸ φεγγαράκι τ᾿ ἄγλαμπρο ᾿ς τὸ αἷμα βουτημένο Κάλυμν. Γραμματισμένο νὰ σὲ πῶ γιˬὰ δροσερὸν ἀγέρα γιˬὰ ἥλιο ἀγλαμπρότατο ποῦ βγαίνει τὴν ἡμέρα; Τῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/