ἄγραφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγραφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγραφτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) ἄγραφος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ.) ἀνάγραφος Σύμ. ἀνέγραφος Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὰ ἀρχ. ἐπίθ. ἄγραπτος καὶ ἄγραφος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ γεγραμμένος, ὁ μὴ ἔγγραφος, ὁ μὴ ἐγγράφως διατυπωθεὶς ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀκόμαν ἄγραφτον ἔχω τὸ γράμμαν Τραπ. Ἔχω ἕνα δικό μου ὀνειροκρίτην ἄγραφο, ἀπὸ μὲ τὸν ἴδιο καμωμένο ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 38 || Γνωμ. Τὰ γραμμένα ἄγραφα δὲν γένουνται (τὰ ὡρισμένα ὑπὸ τῆς τύχης δὲν ξεγράφονται, δὲν ματαιοῦνται) Θρᾴκ. Τὸ οὐδ. πληθ. Ἄγραφα τοπων. Στερελλ. (Εὐρυταν.) β)Οὐδ. πληθ. ὡς οὐσ., τὰ παραγγέλματα τῆς δεισιδαιμονίας κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παραγγέλματα τοῦ εὐαγγελίου Κύπρ.:Παροιμ. Τὰ γραμμένα ᾿ὲν τὰ κάμνουν ταὶ τ᾿ ἀνέγραφα γυρεύκουν (κατ᾿ἐπέκτασιν ἐπὶ τῶν μὴ μεριμνώντων περὶ τῶν ἰδίων ὑποθέσεων, ἀλλὰ πολυπραγμονούντων περὶ τὰ ἀλλότρια Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,261 κἑξ.) γ)Ἀπροσδόκητα, παράδοξα, ἀπίστευτα κοιν.: Φρ. Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τ᾿ ἄγραφα κοιν. Ἀπ᾿ τ᾿ ἄγραφτα Λέσβ. Εἶναιν ἀποὺ τ᾿ ἀνάγραφα Σύμ. 2)Ἀκατάγραφος, ὁ μὴ καταγεγραμμένος ἐν καταλόγῳ, καταστίχῳ κττ. κοιν.: Ἔχω ἄγραφα τὰ ψώνιˬα, τὰ ἔξοδα κττ. Ἄντίθ. γραμμένος. β)Ὁ μὴ ἐγγεγραμμένος, ὁ μὴ ἐν καταλόγῳ καταγραφείς, οἶον ἐπὶ μαθητῶν, ἑταίρων κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ὅλτς ἔγραψες, ἐγὼ μονάχον ἐπέμ᾿να ἄγραφτος Τραπ. 3)Ἐκεῖνος, ἐν ᾧ οὐδὲν εἶναι γεγραμμένον κοιν.: Ἄγραφο χαρτὶ κοιν. || Φρ. Ἄγραφο χαρτὶ (ἄκυρον συνάλλαγμα) Ἀρκαδ. Μᾶς πῆραν γιˬὰ ἄγραφο χαρτὶ (δηλ. ἄνευ γνώμης, ἄνευ θελήσεως) Ἀθῆν. Πβ. ἀρχ. «γραμματεῖον ἄγραφον». 4)Ἐπὶ νηπίου, τὸ μὴ ἐμβολιασθὲν Πόντ. (Ὄφ.): Ἐπόμεινε ἄγραφο τὸ μωρό μουνα. Ἰδ. γράφω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA