ἀγλάφσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγλάφσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγλάφσμα τό, ἀμάρτ. ἀγλάθσμαν Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) ἀγλαθίασμαν Πόντ. (Χαλδ.) ἀγλαθίαγμαν Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγλαφζω.
Σημασιολογία
1)Καθάρισμα καὶ ἐκσκαφὴ αὔλακος ἤ ὀχετοῦ πρὸς ἀπρόσκοπτον διοχέτευσιν τοῦ ὕδατος ἔνθ᾿ ἀν.:Ἄφ᾿σ᾿ τ᾿ ἀοτί᾿ τ᾿ ἀγλάθσμαν καὶ φέρε με ὀλίγον νερὸν ἂς πίνω (ἀοτί=ὀχετοῦ) Κρώμν. 2)Καθόλου, ἐκσκαφή, κοίλανσις οἱουδήποτε, οἷον ἄρτου, τυροῦ κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA