ἀγρέλλιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγρέλλιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγρέλλιν τό, Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγρέλλιον. Πβ. Μαχαιρ. (ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 2,190). Κατὰ ΒΦάβην ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βρύον. Ἰδ. Ἀφιέρ. εἰς ΓΧατζιδ. 118 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὁ ἐδώδιμος βλαστὸς τοῦ ἀγρίου ἀσπαράγου: Ἀγρέλλιˬα ἔνι τώρᾳ γεμᾶτος ὁ κάμπος. Ἐτούτη ἡ κωπέλλα ἔν᾿ τρυφερὴ σὰν ἀγρέλλιν. Μεταφ. χαρακτηρισμὸς παντὸς τρυφεροῦ:Ἔν᾿ ἀγρέλλιν (εἶναι τρυφερώτατον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA