ἀβούτηχτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβούτηχτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀβούτηχτα ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀβούτητα Μῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀβούτηχτος.

Σημασιολογία

Ἄνευ βουτήματος: Ἤπιˬα τὸν καφέ μου ἀβούτητα (δηλ. μόνον, χωρὶς νὰ βουτήξω εἰς αὐτὸν ψωμί).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/