ἄγρεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγρεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιοαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄγρεμα τό, (I) Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄγρευμα παρὰ τὸ ἀγρός.
Σημασιολογία
Ὁ νεωστὶ ἐκχερσωθεὶς ἀγρὸς. Ἤδη παρὰ IBekker Anecd. Graec. 340,16 «ἀγρεύματα τὰ ἐπὶ τῆς ἀγροικίας κτήματα Σόλων εἶπε». Ἰδ. ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 153.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA