ἀγλαφεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγλαφεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγλαφεύω ἀμάρτ. ᾿γλαθεύω Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γλάφυ (κοίλωμα). Πβ. καὶ ἀγλαφζω 1.
Σημασιολογία
1)Σκάπτω, ἐκσκάπτω. 2)Ἡσυχάζω, τακτοποιοῦμαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA