ἄγρεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγρεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄγρεμα τό, (II) Ζάκ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄγρευμα παρὰ τὸ ἄγρα.

Σημασιολογία

Ἁλιεία ἰχθύων καὶ οἱ ἁλιευθέντες ἰχθύες: Σήμερα θά ᾿χωμε ἄγρεμα πολύ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/