ἀγρία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγρία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγρία ἡ, Εὔβ. (Αὔλωναρ. κ.ἀ.) ἀγριˬὰ Δαρδαν. Θεσσ. (Μαγνησ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Σκίαθ. Σκῦρ. Χίος
Ετυμολογία
Θηλ./τοῦ ἐπιθ. ἄγριος ὡς οὐσ. κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. βοτάνη ἢ γῆ. Ἡ λ. καὶ παρ᾿ Ἑλλαδ. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 (1926) 441.
Σημασιολογία
1)Κατᾶ παράλειψιν τοῦ βοτάνη, ἄγρωστις ἡ ἕρπουσα (agropyrum repens) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Σκίαθ. Σκῦρ. Χίος:Φρ. Ἔφαγε ἡ ρά᾿ σου ἀγριˬὰ (ἐπὶ τῶν παλαιόντων παίδων περὶ τοῦ ἡττηθέντος) Σαρεκκλ. Ἤδη μεσν. Πβ. Σουΐδ. «ἄγρωστις· εἶδος βοτάνης [ἡ κοινῶς ἀγρία»]. Συνών. ἀγριάδα (I) 5γ. 2)Κατὰ παράλειψιν τοῦ γῆ, ἀγρὸς παραποτάμιος καλυπτόμενος συνήθως ὑπὸ τῶν πλημμυρῶν Εὔβ. (Αὐλωνάρ. κ.ἀ.): Ἄφηκα τὴν ἀγρία ἄσπαρτη, γιˬατὶ φοβῶμαι τὸ ποτάμι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ζάκ. Θεσσ. (Μαγνησ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA