ἀγληθριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγληθριˬάζω
Τυπολογία
ἀγληθριˬάζω ἀμάρτ. ἀγουληθριˬάζω Πελοπν. (Μαζαίικ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγλήθρα, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀγλῖθα.
Σημασιολογία
Πάσχω ἐκ νόσου τοῦ ἥπατος, ἐπὶ τῶν προβάτων καὶ τῶν αἰγῶν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA