ἀγλῖθα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγλῖθα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγλῖθα ἡ, Ρόδ. ᾿γλῖδα Στερελλ. (Λοκρ.) ᾿γλῖθα Ρόδ. ἀγλήθρα Β. Εὔβ. ἀγλῖδα Ἤπ. (Δρόβιαν.) ἀγγλῖδα Ἤπ. (Δρόβιαν.) ἀγουλήθρα Πελοπν. (Μαζαίικ.) ἄβ-βλιθας Κῶς

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄγλις -ιθος καὶ -ιδος καὶ ἀγλὶς -ῖθος. Παρ᾿ Ἡσυχ. «ἄγγλιδες· ἐξ ὧν ἡ κεφαλὴ συνέστηκε τῶν σπορόδων». Ἰδ. ΒΦάβην. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 355 κἑξ. Πβ. καὶ Ἡσύχ. «ἀγλίδια· σκόροδα».

Σημασιολογία

1)Ἡ σκελὶς τοῦ σκορόδου καὶ τῶν κιτρωδῶν Κῶς Ρόδ. Στερελλ. (Λοκρ.):Δῶσ᾿ με μίαν ᾿γλῖθαν πορτοκαλίου Ρόδ. 2)Ἀδὴν (πιθανῶς τῶν ὑπογενείων ἀδένων) Β. Εὔβ. β)Νόσος τοῦ ἥπατος τῶν προβάτων καὶ τῶν αἰγῶν, ἐχινόκοκκοι Πελοπν. (Μαζαίικ.): Ἔπιˬασαν ἀγουλῆθρες τὰ γιδερλα. 3)Γενεὰ Ἤπ. (Δρόβιαν.) Συνών. ξαγγλῖθα, σκελίδα, τσέτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/