ἄβρακος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβρακος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβρακος ἐπίθ. Βάρν. Ἤπ. Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Ἧλ. Πάτρ.) κ.ἀ. ἄβρακους Ἤπ. Θεσσ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοὺ οὐσ. βράκα, βρακί.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων, ὁ μὴ φορῶν βρακὶ καί μεταφ. ὁ πάμπτωχος ἔνθ᾿ ἀν.: Παροιμ. Ἀπόχτησ᾿ ὁ ἄβρακος βρακί, | κάθε ὥρα καὶ τὸ λύ᾿ (ἐπὶ τοῦ ἀνικάνου νὰ κάμῃ τὴν προσήκουσαν χρῆσιν τῆς ἐξουσίας ἢ τοῦ πλούτου καὶ ἐπιδεικνύοντος αὐτὸν πανταχοῦ) Ἤπ. Ἄβρακος βρακὶ σὰν εἶδε, ἀπὸ τὴ χαρά του ἐχέστη Κέρκ. Πβ. ἀβράκωτος 1. Συνών. ξεβράκωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/