ἀβράκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβράκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβράκωτος ἐπίθ. Ἀθῆν. Βιθυν. Κάρπ. Κρήτ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σύμ. Χίος κ.ἀ. ἀβράκουτους Ἤπ. Μακεδ. ἀβράκωτο Καππ. (Ἀραβάν.) ἀναβράκωτος Κύπρ. Χίος.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀβράκωτος. Ὁ τύπ. ἀναβράκωτος καὶ παρὰ Μαχαιρ. 157. (ἔκδ. Miller-Sathas) «ηὗρεν τον τυλιμένον τὸ αἷμαν του, ἀναβράκωτον καὶ κομμοκέφαλον»
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ βρακωμένος, ὁ μὴ ἔχων ἢ ὁ μὴ φορῶν βρακὶ Ἀθῆν. Βιθυν. Ἤπ. Καππ. (Ἀραβάν.) Κάρπ. Κύπρ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. κ.ἀ.) Σύμ. Χίος κ.ἀ.: Ἀβράκωτος κάεται (κάθεται) Σύμ. Ἔλυσεν ἡ βράκα του ταὶ παρπατεῖ ἀναβράκωτος Κύπρ. Μόλις ἀσκώθηκ᾿ ἀπὸ τὸ κρεββάτι κ᾿ εἶμαι ἄβράκωτος Παξ.|| Φρ. Ἀβράκωτος κῶλος (ἐπὶ εὐτελοῦς καὶ χυδαίου ἀνθρώπου) Καλάβρυτ.|| Παροιμ. Ἡ γραῖα ἔμαθεν ἀβράκωτος καὶ βρακωμέντσα ᾿ντρέπεται (ἐπὶ τοῦ συνηθίσαντος τι κακῶς καὶ μὴ θέλοντος νὰ μεταδιδαχθῇ) Τραπ. κ.ἀ. Πβ. ἀβρακωτῖνα. Ἀβράκωτος βρακώθηκε κ᾿ ἐελοχαχάρισε (ἐγέλασε θορυβωδῶς. Ἐπὶ νεοπλούτου μεγαλαυχοῦντος) Κάρπ. Ἀναβράκωτος ἔβαλε βρακὶ καὶ πρὶν τὸ βάλῃ ἐχέστῃ Χίος Πβ. ἄβρακος, Συνών. ξεβράκωτος. 2)Μεταφ. ἐυτελής, χυδαῖος Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.): Ἀβράκωτη γυναῖκα-νύφη-φαμίλιˬα-γενεˬὰ Καλάβρυτ. Αὐτὸν τὸν ἀβράκωτο βρῆκες νὰ σοῦ κάνῃ τὴ δουλε͜͜ιά! αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA