ἄγλυκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγλυκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγλυκος ἐπίθ. Ἄνδρ. Δαρδαν. Κρήτ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Σίφν. κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ. ἄγ᾿κος Πάρ. (Λεῦκ.) ἄγλυκους Θρᾴκ. (Μάδυτ. Μυριόφ.) ἀνάγλυκος Εὔβ. (Κονίστρ.) Σίφν. κ.ἀ. ἀνάγλυκους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀνέγλυκος Κάρπ. Τῆλ. ἀνέγλυκους Θρᾴκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. γλυκός.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ ἐπαρκῶς γλυκὺς ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄγλυκο εἶναι τὸ ρυζόγαλο Ἄνδρ. Ἅμα τὰ συκολοᾷς ἄγουρα τὰ σῦκα, εἶναι ἄγλυκα Σίφν. 2)Μεταφ. ἀηδής, ἄνοστος Δαρδαν. Εὔβ. (Κονίστρ.) Σῦρ.- Λεξ. Περίδ.: Ἀνάγλυκο ψωμὶ Κονίστρ. Ὁμιλία ἄγλυκη Περίδ. Πβ. ἀγλύκαντος, ἀγλύκιˬαστος, ἀγλύκιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/