ἄγλυστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγλυστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγλυστος ἐπίθ. Νίσυρ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνάγκλυστος Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γλυστὸς< γλύω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ ἐκλυθείς, ὁ μὴ διαλυθείς, ὁ μὴ καταστὰς ρευστὸς Πόντ. (Τραπ. Σάντ. Χαλδ.): ᾿Ξύγαλον ἀνάγκλυστον Πόντ. Τὸ πακιτάν᾿ ἄγλυστον ἔν᾿ (δὲν ἔχει διαλυθῆ δι᾿ ὕδατος. πακιτάν᾿=εἶδος μυζήθρας) Χαλδ. 2)Ὁ μὴ θλιβείς, ὁ μὴ παθὼν ἐκ συνθλίψεως, ὁ ἔχων τὴν φυσικὴν αὐτοῦ ὑπόστασιν Πόντ. (Σάντ. Τραπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA