ἀγλύτωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγλύτωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγλύτωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γλυτωτὸς< γλυτώνω.
Σημασιολογία
1)Αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν ἐγλύτωσεν ἀπὸ κινδύνου τινός, ὁ μὴ λυτρωθείς, ὁ μὴ ἐλευθερωθεὶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) 2)Ὁ μὴ περατωθείς, ὁ μὴ τελειωθεὶς Σύμ. κ.ἀ.: Σπίτιν ἀγλύτωτον Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA