ἄγλυφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγλυφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγλυφτος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Τραπ. Χαλδ.) ἄγλυφος Πόντ. (Τραπ.) – Λεξ. Περίδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γλυφτὸς< γλύφω. Τὸ ἄγλυφος ἤδη μεταγν.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ γεγλυμμένος, ὁ μὴ περιῃρημένος τὸν φλοιόν, ἐπὶ ξύλου, καρπῶν κττ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Τρώει τὰ μῆλα ἄγλυφτα Λακων. Τὰ πορτοκάλιˬα δὲν τρώγονται ἄγλυφτα αὐτόθ. Ἡ κατσίκα δὲν ἄφησε κἀμμιˬὰ ἐλα͜ιὰ ἄγλυφτη (δηλονότι παςῶν τῶν ἐλαιῶν τὸν φλοιὸν περιέφαγε) αὐτόθ. Συνών. ἀγλούπιστος 1, ἀξεφλούδιστος. β)Ὁ μὴ περιῃρημένος, ὁ μὴ περιφαγωμένος Πελοπν. (Λακων.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἄγλυφτο ᾿ναι τὸ χωράφι- τὸ χόρτο (δὲν ἐβοσκήθη ἀκόμη) Ἀπύρανθ. γ) Ἐπὶ ξύλου, ὁ ἀπλάνιστος, Πελοπν. (Λακων.) : Ἄγλυφτες τοὶς ἔβαλε τοὶς σανίδες γιˬὰ οἰκονομία. Πβ. Σχολ. εἰς Σοφοκλ. Οἰδ. Κολ. 100 (ἔκδ. PPapageorgius) «ἀσκέπαρνον δὲ τὸν ἄγλυφον καὶ ἀπελέκητον καὶ ἄξεστον, <τὸν> οὐκ εἰργασμένον». 2)Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἔλειξέ τις Πόντ. (Ἀργυρόπ.): Ἄφ᾿ σ᾿ ἀτον τὸν πεινασμένον, ἄγλυφτον στούδ᾿ ᾿κ᾿ ἐφέκεν. Συνών. ἄγλειφτος, ἄλειχτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA