άγριάνθρωπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

άγριάνθρωπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγριάνθρωπος ὁ, κοιν. ἀγριάνθρουπους Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) ἀγράνθρωπος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀρκάθρωπος Κύπρ. ἀγριοάνθρωπος Πελοπν. (Μάν.) ἀγριάθρουπους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀγράθρωπος Κρήτ. Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ. ἀγράρθωπος Πόντ. (Σάντ.) ἀγράρθεπος Πόντ. (Κερασ.) ἀγριˬάθριπους Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγριάνθρωπος.

Σημασιολογία

1)Ἄνθρωπος ἄγριος, ἀνθρωποφάγος ζῶν εἰα τὰ δάση ἢ εἰς ἐρήμους τόπους Πόντ. (Κερασ.) Πβ. δράκως. 2)Ὁ ἀγρίας ψυχῆς ἄνθρωπος, τραχὺς τοὺς τρόπους, ἄξεστος, βάρβαρος, αἱμοβόρος κοιν.: Τί ἀγριάνθρουπους εἶνι αὐτὸς οὑ τσουπάνους! Αἰτωλ. Οὐρέ, οὕλου ἀγριανθρώπ᾿ καθόντι σὶ τοῦτ᾿ τοὺ χουριˬό! αὐτόθ. Μ᾿ αὐτουνοὺς τοὺς ἀγριοανθρώπους Μάν. 3)Ὁ ἔχων ὄψιν ἀγρίαν, φοβεράν, ὁ κατεσκληκώς, ὁ ἐξηλλοιωμένος τὴν ὄψιν Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Χίος κ.ἀ.: Τί ἀγριάνθρωπος εἶναι! Ἀρκαδ. Γί᾿κι σὰν ἀγριάθρουπους ἀπ᾿ τὴ gακουπάθε͜ια Αἶν. 4)Εἶδος γλαυκὸς ὑπερμεγέθους Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/