ἀγριάππαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριάππαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριάππαρος ὁ, ἀρκάπ-παρος Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ἄππαρος.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἄγριος, ὁ ἀνήμερος, ὁ ἀτιθάσευτος ἵππος. 2)Μεταφ. ὁ ἀντέχων εἰς ἀσέλγειαν, εἰς ἐπανειλημμένην συνουσίαν:Ἄκου, ἀρκάπ-παρον ποῦ λαλεῖ νὰ τσακ-κίσῃ! (περὶ γυανικὸς ἰσχυριζομένης, ὅτι θὰ καταπονήσῃ τινὰ συνουσιαζομένη μετ᾿ αὐτοῦ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA