ἀγωροφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγωροφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγωροφέρνω Λεξ. Ἐλευθερουδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγώρι καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περὶ οὗ ὡς β΄ συνθετ. ἰδ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 252.
Σημασιολογία
1) Ὁμοιάζω πρὸς ἄρρεν παιδίον, ἐπὶ κόρης. 2) Συμπεριφέρομαι ὡς ἄρρεν παιδίον, ἔχω τρόπους ἄρρενος παιδός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA