ἀγριελα͜ιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριελα͜ιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγριελα͜ιὰ ἡ, σύνηθ, ἀγρελαία Πόντ. (Ἀμισ.) ἀγρελα͜ιὰ Εὔβ. (Κάρυστ.) Θρᾴκ. Ἰων. (Σμύρν.) Κίμωλ. Κύπρ. Μύκ. κ.ἀ. ἀγριλα͜ιὰ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Ζάκ. Θήρ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κυδων. Λέρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Ἐγκαρ. Μέλαν.) Σίφν. ἀγριγγα͜ιὰ Σίφν. ἀγριαλα͜ιὰ Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) ἀγριοελα͜ιὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) ἀγριολαία Πόντ. (Κερασ.) ἀγριολα͜ιὰ Πελοπν. (Μεσσ.) ἀgριγιˬολα͜ιὰ Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) ἀγροία Τσακων. ἀγροϊλαία Λεξ. Βερ. 132 ἀγρολαία Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἀγρολαίγιˬα Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀγρολα͜ιὰ Πελοπν. (Μεσσ.) ἀργολα͜ιὰ Σύμ. ἀρκολα͜ιὰ Κύπρ. ἀργουα͜ιὰ Νάξ. (Φιλότ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀγριελαία.

Σημασιολογία

1)Ἡ ἀγρία, ἡ αὐτοφυὴς ἐλαία (olea Europaea silvestris ἢ oleaster), ἄρχ. κότινος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) Τσακων.: Ἐσηκώσαμενε τὴν ἀργουα͜ιὰ τὴ Οὐαμπρὴ καὶ τὴν ἐπήγαμενε ᾿ς τὸ Ζᾶ (Οὐαμπρὴ=Λαμπρὴ) Φιλότ. Σήμ-μερα ᾿εν-νὰ πάω ν᾿ ἀμ-ματίσω τὲς ἀρκολα͜ιὲς πὄχω εἰς τὸ χωράφιν μου Κύπρ. || ᾎσμ. Καὶ πιˬὲ τῆς δάφνης τὸ ζουμίν, τῆς ἀρκολα͜ιᾶς τὸ λᾴδιν Κύπρ. Ἰδ. ΠΓεννάδ. 263 κἑξ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγριέλα 1. β)Ράβδος καὶ καθόλου ξύλον ἀγριελαίας Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.) κ.ἀ.: Ὁ στῦλος εἶναι ἀγριλα͜ιὰ καὶ ἀντέχει Εὔβ. Τὴ βλέπεις τὴν ἀγριελα͜ιά; (ἐνν. μὲ τὴν ὁποίαν θὰ σὲ δείρω) Συκεˬὰ Κορινθ. Θὰ σὲ πιˬάσω, καηˬμένε, μὲ τὴν ἀγριελα͜ιά! αὐτόθ. γ)Πληγὴ δι᾿ οἱασδήποτε ράβδου Μύκ. 2)Ὁ καρπὸς τῆς ἀγριελαίας πολλαχ. 3)Τὸ φυτὸν λιγοῦστρον τὸ κοινὸν (ligustrum vulgare) Κέρκ. Ἰδ. ΘΧελδράιχ 59. Συνών. ἀγριομυρτεˬά, νεροβεργεˬά. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/