ἀγριελα͜ιὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριελα͜ιὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριελα͜ιὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀγριλα͜ιὸς Ἀττικ. Κέως Κύθν. Μέγαρ. ἀργούλαιος Μέγαρ. ἀργουλαῖος Μέγαρ. ἀργαλαῖους Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀγριέλαιος. Διὰ τόν τύπ. ἀργούλαιος ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 12 (1915/6) 9.
Σημασιολογία
Ἀγρία ἐλαία ἔνθ᾿ ἀν.: Τσεῖνοι οἱ ἀργουλαῖοι εἶναι γιˬὰ μέρωμα (πρὸς ἐξημέρωσιν δι᾿ ἐνοφθαλμισμοῦ) Μέγαρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγριέλα 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγριλα͜ιὸς Κέως Κύθν. Ἀγριλα͜ιὸ τό, Σῦρ. Ἀρελα͜ιὸ Σῦρ. Ἀργουλα͜͜ιὸ Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA