ἀγνάντιˬωμα (II)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγνάντιˬωμα (II)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγνάντιˬωμα τό, (II) ἀγνάdιˬωμα Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀγνάντιˬα.

Σημασιολογία

Τόπος ὑψηλὸς ἄποπτος, περίοπτος: Ἀνέβηκα ᾿ς τὸ ἀγνάdιˬωμα κ᾿ εἶδα ὅλη τὴν Τσίμοβα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/