Ἀδὰμ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀδὰμ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

Ἀδὰμ ὁ, κοιν. Ἀδάμ᾿ς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.)

Χρονολόγηση

Εβραϊκό

Ετυμολογία

Τὸ Ἑβρ. κύριον ὄν. Ἀδαμ.

Σημασιολογία

Ὁ κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν πρῶτος ἄνθρωπος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ποιηθείς, ὁ κοινὸς πάντων γενάρχης κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Ἀδάμ (ἀπὸ παναρχαίων χρόνων) σύνηθ. Συνών. φρ. ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Νῶε (ὶδ. Νῶε). || Φρ. Χτυπῶ τὸν Ἀδὰμ (παράγω ἰδίαν ἁρμονίαν διὰ ρυθμικοῦ κτυπήματος dάμ-dάμ δύο κωδώνων διαφόρων ἤχων ἢ τοῦ κοπάνου καὶ τοῦ σημάντρου. Γίνεται δὲ χρῆσις τοῦ εἴδους τούτου τῆς κωδονοκρουσίας ἀπὸ τοῦ Πάσχα μέχρι τῆς Ἀναλήψεως) Ἄθ. Τὸν Ἀδὰμ τὸν Ἀδάμ, τὸν ἀμὴν ἀμὴν Ἀδάμ, τὸν Ἀδάμ κτλ. (οἱ παῖδες παίζοντες καὶ ἀπομιμούμενοι τὸν ἦχον dάμ-dάμ τοῦ κώδωνος τῶν ναῶν ἐπαναλαμβάνουν τὴν ἀνωτέρω φρ.) Τραπ. Χαλδ. Ἀμφοτεραι αἱ ἀνωτέρω φρ. ἐκ τοῦ ἤχου τῶν κωδώνων dάμ–dάμ συσχετισθέντος πρὸς τὴν ὀμόηχον λ. Ἀδάμ. ‖ Παροιμ. Κ ’ ἐγὼ ἀπ᾿ τὸν Ἀδὰμ γεννήθηκα (κοινὴν ἔχομεν τὴν καταγωγήν, ὅθεν οὐδόλως διαφέρομεν ἀλλήλων καὶ οὐδόλως μειονεκτῶ σοῦ) Ἤπ. κ.ἀ. Ξύλῳ τὸν Ἀδὰμ κατάρας ἐλυτρώσω (ἐπὶ τοῦ ἀξίου ξυλισμοῦ. Ἡ φρ. ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης) ἀγν. τόπ. Ξύλῳ τὸν Ἀδάμ, κατάρᾳ τὴν Εὔα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Θεσσαλον) Ξύλῳ τὸν Ἀδάμ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Πόντ. (Τραπ.) Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀδάμης πολλαχ. Ἀδαμ’ς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἀδάμος πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/