ἀδαμασίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδαμασίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀδαμασίτσα ἡ, Καππ. δαμασίτσα Καππ. ἀλαμασίτσα Καππ. ὀλαμασίτσα Καππ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Φιλία δι᾽ ὁρκωμοσίας ἀρρήκτως ἐπισφραγιζομένη, συνήθως ἐν συνεκφ. μετὰ τῆς λ. ἀδελφοσύνη: ᾌσμ. Ἀνδρόνικος ἐχάθη, πάν οἱ ἀδελφοσύνες, πάν κι ἀλαμασίτσες. Ἔχομ᾿ ἀδελφοσύνην, ἀδελφοσύνην ἔχομε καὶ δαμασίτσα. Ἀνδρόνικος ἀπέθανε, πάν οἱ ἀδελφοσύνες, Ἀνδρόνικος ἐχάθη, χάθαν κιˬ ἀλαμασίτσες. Συνών. ἀδερφοσύνη. Πβ. ἀδερφοποιτός, ἀνθρωποιτός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/