ἀδάνειστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδάνειστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδάνειστος ἐπίθ. Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) –Λεξ. Περίδ. ἀδνειστος Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀδάνειστος.
Σημασιολογία
1) Παθ. ὁ μὴ διδόμενος ἢ ὁ μὴ δοθεὶς εἰς δάνειον Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔχει τὰ χρήματά του ἀδάνειστα Ἤπ. Ἀδάνειστα ἔχω ἀκόμαν τὰ ψωμία Τραπ. Κρώμν Ἀδνειστον ἔν’ Οἰν. 2) ᾿Ενεργ. ὁ μὴ δανείζων, ὁ μὴ δίδων δάνεια Πόντ. (Οἰν.): Ἀδνειστος ἔνι ἀβοῦτος (οὗτος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA