ἄγνεστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγνεστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγνεστος ἐπίθ. ἄνεστος Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) ἄνιστους Σάμ. ἄγνεστος Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. ἄγνιστους Μακεδ. (Βελβ. Σιάτ. κ.ἀ.) ἄνεθος Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) ἄγνιθους Μακεδ. (Σισάν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γνεστὸς- *νεστὸς < γνέθω-νέθω. Ὁ δὲ τύπ. ἄνεθος- ἄγνεθος ἐκ τοῦ ἐνεστ. νέθω-γνέθω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κεκλωσμένος, ὁ μὴ νεσμένος, ἄκλωστος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄνεθα μαλλιˬὰ - μπαμπάτσα Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.). Ἔχομου καὶ τὸ μαλλὶ ἀκόμα ἄγνεστο Παξ. || Παροιμ. Τ᾿ ἄγνιστα, τ᾿ ἀΰφαντα κὶ ᾿ς τὴ γριντεˬὰ ριγμένα (ἐνῷ ἀκόμη οὔτε ἐγνέσαμεν οὔτε ὑφάναμεν τὰ παννιά, ὁμιλοῦμεν περὶ αὐτῶν ὡσὰν νὰ εἶναι ἁπλωμένα εἰς τὸν φράκτην. Ἐπὶ τῶν προώρως καὶ ἀνοήτως ἀποβλεπόντων εἰς τὸ ἐπιθυμητὸν τέρμα) Σιάτ. Τ᾿ ἄγνιθα τ᾿ ἀΰφαντα ἀπάνου ᾿ς τοὺν πλουκὸ ᾿πλουμένα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σισάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA