ἀγνέφιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγνέφιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγνέφιστος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀγνέφιγος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γνεφιστὸς < ᾿γνεφίζω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἐγνέφῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐγερθεὶς τοῦ ὕπνου, ἀξύπνητος ἔνθ᾿ ἀν.: Ὅλ᾿ ἐγνέφ᾿σαν κ᾿ ἐκεῖνος ἀκόμαν ἀγνέφιστος ἀπομέν᾿ Τραπ. Συνών. ἄγνεφος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA