ἀγριεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγριεύω κοιν. καὶ Πόντ. ἀgριεύω Κρήτ. ἀγριεύγω Κίμωλ. Κρήτ. Κύθν. Νάξ. Χίος (καὶ ἀγριεύω) ἀγριγεύω Κρήτ. Πόντ. (Κερασ.) ἀγριγεύγω Κρήτ. ἀgριγεύγω Κρήτ. ᾿γριεύγω Σύμ. ἀγρεύω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ᾿γρεύω Ἰκαρ. ἀεργεύγω Μεγίστ. ἀγριεύου βόρ. ἰδιώμ. ἀγριγεύου Λέσβ. ἀιγρεύου Πελοπν. (Μάν.) ἀγρεύου Μακεδ. (Σέρρ. Σισάν. Χαλκιδ. (ἀγρέγγου Τσακων. Μέσ. ἀγριεύομαι Ἄνδρ. Πελοπν. (Οἰν.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) κ.ἀ. ἀγριεύουμαι Θρᾴκ. ἀγριεύγομαι Κάρπ. Κρήτ. ᾿γριεύγομαι Σύμ. ἀγρεύουμαι Πόντ. (Ὄφ.) ἀγρεύκουμαι Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος. Ὁ τύπ. ἀγριεύγω καὶ ἐν τῷ Ἐρωτοκρ. Δ στ. 415 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) Τὸ ἀιγρεύου προῆλθεν ἐκ τοῦ ἀγριεύω κατ᾿ ἐπένθ. Τοῦ ι. Διὰ τοὺς τύπ. ἀγρεύω καὶ ἀεργεύγω πβ. ἄγρος καὶ ἄεργιˬος ἐν λ. ἄγριος, διὰ δὲν τὴν ἀφαίρ. τοῦ α ἐκ τοῦ ᾿γριεύγω καὶ ᾿γρεύω ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,213.

Σημασιολογία

1)Ἄμτβ. Ἐξαγριοῦμαι, παροξύνομαι, ἐρεθίζομαι α)Ἐπὶ ἐμψύχων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἀγρίεψεν τὸ ἄλογο- ἡ κάττα- ὁ σκύλλος κοιν. Μὴ φωνάζῃς, γιˬατὶ ἀγριεύει τὸ μουλάρι Ἤπ. Ἀπόι τὰ σκ᾿λλιˬὰ ἀγρίιψαν πουλύ, δὲν ξέρου γιˬατί ἔτρουγαν (ὑλάκτουν) Σισάν. Ἄγριι τοὺ μιλί᾿ (ὅρος τῆς μελισσοκομίας. Λέγεται ὅταν ἐν τῇ κυψέλῃ πολλαπλασιάζωνται οἱ κηφῆνες, ἐλαττώνωνται δὲ αἱ ἐργάτιδες) Χαλκιδ. (πβ. τὸ ἀρχ. ἀγριαίνειν ἐπὶ ζῴων ὁμοίως λεγόμενον). Τὸ παιδίν μ᾿ ἀεργεύγει καὶ πάει (ὁσημέραι καθίσταται ἀγριώτερον, μᾶλλον ἀτίθασον) Μεγίστ. Ἅμ᾿ ἀγριέψῃ λιγάκι ὁ πατέρας του, τοῦ πάει Τρίτη καὶ τετάρτ᾿ (τρόμος τὸ καταλαμβάνει) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τί σοῦ εἰπα κιˬ ἀγρίιψις; Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἔγρεψεν καὶ τερεῖ με (μὲ προσβλέπει μὲ ἄγριον ὄμμα) Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ ἐν τῷ Ἐρωτοκρ. Πβ. Δ στ. 415 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «θωρῶ μὲ δίχως ἀφορμὴ ἀγριεύγεις καὶ μανίζεις». Συνών. ἀγριαίνω, θυμώνω. β)Ἐπὶ ἀψύχων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀγρίεψαν τὰ μάτιˬα του κοιν. Ἔγρεψαν τ᾿ ὀμμάτ τ᾿ Χαλδ. Ἀγριεύει ἡ θάλασσα (λαμβάνει ἀγρίαν μορφήν, ταράσσεται, ἐξεγείρεται). Ἀγριεύει ὁ ἀέρας- ὁ καιρὸς (γίνεται σφοδρότερος) κοιν. Ἀγριεύουν τὰ βουνὰ ἀπ᾿ τὰ χιόνιˬα Ἤπ. Ἀγριεμένη θάλασσα (πβ. Λουκιαν. Τόξαρ. 20 «πέλαγος ἠγριωμένον»), ἀγριεμένο πρόσωπο κοιν. Τὸ κηπάρι ἀγρίεψε τόσα χρόνιˬα ἀπεριποίητο Παξ. Ἠγρίεψε τὸ χωράφι (ἔμεινεν ἀκαλλιέργητον καὶ ἐκ τούτου ὑλομανεῖ) Χίος Βουνὸ ἀγριεμένο (τὸ μὴ ἔχον ἐπὶ τῶν κλιτύων του καλλιεργουμένους ἀγροὺς) Κύθν. Πβ. τὸ ἀρχ. ἀγριῶ ἐπὶ τόπου ὁμοίως λεγόμενον. Ἐπίσης ἀγρίωμα. Καὶ μετβ. ἀγριῶ, ἐξαγριῶ, ἐρεθίζω, παροξύνω α)Ἐπὶ ἐμψύχων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Μὴ ἀγριεύῃς τὸ βόδι Πελοπν. (Λακων.) Ἀgρίγεψες τὰ πουλλιˬὰ Κρήτ. Ἠγρίεψές το τὸ ζῷ; δὲ dὸ πιά᾿ς (ἐὰν ἐξαγριώσῃς τὸ ζῷον, δὲν δύνασαι νὰ τὸ συλλάβῃς) Μύκ. Ἀγρίιψα τοὺ μ᾿λάρ᾿ κ᾿ ἔφ᾿γι Ἤπ. Ἀγρεύω τ᾿ αἰγίδ᾿ Χαλδ. Ἔγρεψες τὰ κοσσάρας (ὄρνιθας) Κερασ. Μὲ τὰ λόγιˬα dου τὸν ἀγρίγεψενε Κρήτ. Τὸν ἀγρίεψε καὶ δὲν ἔρχεται πλεˬὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Εἶν᾿ ἀγριιμένου τοὺ σκ᾿λλί, μὴν τοὺ ζ᾿γώ᾿ς, θά σι φάῃ (μὴ τὸ πλησιάζῃς, θὰ σὲ δαγκάσῃ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾎσμ. Τὸν Ἀπρίλι καὶ τὸν Μά᾿ | πέρδικαν ἐμέρωνα κιˬ ὅσο τὴν ἐμέρωνα, | τόσο ᾿κείν᾿ ἐγριˬεύγετο κ᾿ ἐκακωσυνεύγετο Κάρπ. β)Ἐπὶ ἀψύχων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) Τσακων. Ἀγριεύω τὰ μάτιˬα μου κοιν. Ἀγρεύω τ᾿ ὀμμάτ Κερασ. Ἅμ᾿ ἀγριεύ᾿ τοὺ μάτ᾿ οὑ πατέρας, τρέμ᾿ τοὺ πιδὶ Αἰτωλ. 2)Μέσ᾿ φέρομαι ἀγροίκως, σκαιῶς πρὸς τινα Σύμ.: Τί μοῦ ᾿γριεύγεσαι τώρᾳ; 3)Μετβ. εἰς ταραχὴν καὶ φόβον ἐμβάλλω τινά, φοβῶ Κρήτ. Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) κ.ἀ.: Τ᾿ ὄνειρο ἀποὺ εἴδενε τὸν ἀgρίγεψενε Κρήτ. Εὑρέθηκενε ᾿ς τὰ σκοτεινὰ καὶ τὸν ἀγρίγεψενε τὸ σκοτίδι αὐτόθ. Ὁ δέσκαλον ἔγρεψεν τὸ παιδὶν κιˬ ἄλλο ᾿κὶ θέλ᾿ νὰ πάῃ ᾿ς σὸ σκολεῖον (ὁ διδάσκαλος ἐφόβησε τὸ παιδὶ καὶ δὲν θέλει πλέον νὰ φοιτήσῃ εἰς τὸ σχολεῖον) Τραπ. Ἀΐτικα λακίρτια λές τ᾿ ἀγρεύεις τὸ γαρδέλλι (τοιούτους λόγους λέγεις καὶ φοβίζεις τὸ παιδίον) Ὄφ. Ἐποίτε ἀτόσα τὰ μάτ τ᾿ τ᾿ ἔγρεψέ με (ἔκαμεν τόσον μεγάλους τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ μ᾿ ἐφόβησε) αὐτόθ. Μὴ μου τὰ λές αὐτὰ κιˬ ἀγριεύομαι Ἀρτάκ. Πάνορμ. Ἀγριεύτηκα ἅμα εἶδα τὸ λείψανο (τὸν νεκρὸν) Ἄνδρ. Μαναχὸς ἀπέσ᾿ ᾿ς σ᾿ ὀσπίτ᾿ ἀγρεύουμαι (μόνος μέσα εἰς τὸ σπίτι φοβοῦμαι) Ὄφ. Τὴ νύχτα ἀγρεύομαι ταὶ πουθὲ οὐ πάγω (τὴν νὐκτα φοβοῦμαι καὶ δὲν πηγαίνω πουθενὰ) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/