ἁγνὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγνὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁγνὸς ἐπίθ. Βιθυν. Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ. Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (Βιζ.) Καππ. (Σινασσ.) Κέρκ. Κύπρ. Μακεδ. (Βέλβ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Λαμ.) ἁγνὺς Ἀστυπ. Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Κῶς Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σάμ. Σύμ. Χίος ἁγνς Πόντ. (Ὄφ.) ᾿γνὺς Ρόδ. ἁχνὸς Εὔβ. (Κάρυστ.) Κάρπ. Κορσ. Κύπρ. Λευκ. Παξ. ᾿χνὸς Κάρπ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἁγνός. Τὸ ἁγνὺς ἀναλογικ. καθὰ μακρὸς- μακρύς. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ γν εἰς χν πβ. παιγνίδι-παιχνίδι κττ.
Σημασιολογία
Α)Ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας 1)Ἄθικτος, ἀμόλυντος, ἐπὶ παρθένου, καθαρὰ ἀπὸ ἐρωτικῶν πραγμάτων Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.: Ἁγνὸ κορίτσι Λακων. Σοῦ παραδίνω, γαbρέ, τὴ νύφη ἁγνὴ κιˬ ἀνέgιˬαχτη αὐτόθ. || ᾌσμ. Πολ-λὺν ταιρὸν ἐγύρευκεν νά ᾿βρῃ ἁγνὴν γεναῖκαν Κύπρ. Ἁχνά ᾿τρωεν, ἁχνά ᾿πιν-νεν τ᾿ ἁχνὴν γεναῖκαν παίρνει αὐτόθ. Ἤδη παρ᾿ Ὁμήρῳ χαρακτηριστικὸν ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος καὶ παρὰ Δημοσθ. Κατὰ Νεαίρ. 1371 «ἁγιστεύω καὶ εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ…ἀπ᾿ ἀνδρὸς συνουσίας». Συνών. ἄγγιˬαχτος 3, ἄγγιχτος 3. β)Ἀγαθὸς Πόντ. (Σινώπ.) 2)Καθαρός, ἀπόνηρος, εἰλικρινής, τίμιος, ἄμεμπτος, ἀνεπίληπτος Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σινώπ. κ.ἀ.): Ἁγνὸς ἄνθρωπος Σινασσ. Ἁγνὸν καρδία Οἰν. || Φρ. Ἔχει τὰ χέριˬα του ἁγνὰ (ἐπὶ ἀνθρώπου σεβομένου τὰ ἀλλότρια) Ἀρκαδ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ τοῖς ἀρχ. Πβ. Π.Δ. (Παροιμ. 20,9) «τίς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχεις τὴν καρδίαν;» Διὰ τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἁγνῶς ἰδ. Ὁμήρ. Ὕμν. Ἀπόλλ. 121 «ἁγνῶς καὶ καθαρῶς» καὶ Dittenberger Syll. inscr. Gr.2 485,14 «ἁγνῶς καὶ ἀμέμπτως». 3)Σπουδαῖος, θαυμαστός, μεθ᾿ οὗ καὶ συνεκφέρεται Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Ἁγνὸς καὶ θαυμαστὸς Χαλδ. Πολλὰ ἁγνὸν καὶ θαυμαστὸν ἔνι Κερασ. β)Ἀλλόκοτος, παράδοξος, ἀκατανόητος, ἀσυνήθης Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Πολλὰ ἁγνὸς ἄθρωπος εἶσαι Τραπ. Ἁγνὰ μῆλα ἐπῆρες αὐτόθ. Ἁγνὰ λόγιˬα λέει Κερασ. Ἁγνόν δουλείαν ἐποίκες αὐτόθ. Ντ᾿ ἅγνος ἄθρωπος εἶσαι; Τραπ. Χαλδ. Ντ᾿ ἅγνεσσα εἶσαι; Κοτύωρ. Χαλδ. Ἁγνὰ καὶ θαυμαστὰ αὐτόθ. || ᾌσμ. Ἔστραψεν καὶ -ν-ἐβρόντεσεν κιˬ ὁ κόσμος ἐχαλάεν κιˬ ἀσ᾿ σὸν ἁγνὸν τὸν βοετὸν ὅλεν ἡ γῆ ἐλλάεν (ἀλλάεν=μετεβλήθη) Τραπ. Ἀνάθεμά σε, νὲ κουτή, κ᾿ ἐσὺ ντ᾿ ἅγνεσσα εἶσαι! ἀφίντς ἐμὲν τὸ παλληκάρ᾿ καὶ μοναέσσα κεῖσαι Χαλδ. Συνών. ἁγναῖος 2. γ)Ἀστεῖος, ὁ προκαλῶν τὸν γέλωτα Πόντ. (Κοτυωρ.): Πὲ ἁγνὰ κιˬ ἂς γελοῦμε (εἰπὲ ἀστεῖα νὰ γελάσωμεν). Πολλὰ ἁγνὸς ἔν᾿. δ)Ἐπὶ ἐρωτήσεως, ποῖός τις Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): Ντ᾿ ἅγνος ἄνθρωπος ἔν᾿ π᾿ ἔρθεν; (ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸ ἅγνος διὰ τὸ προηγούμενον ἐρωτηματικὸν ντό. Πβ. καὶ ντό ἰσος, ντό λοες. Συνών. φρ. τί λογῆς ἢ τί εἴδους ἄνθρωπος κτλ.) ᾿Κὶ ξέρω ντ᾿ ἅγνα σταφύλ ἐγόρασεν! Β)Ἐπὶ ὑλικῆς ἐννοίας 1)Καθαρός, ἄκρατος, ἄμεικτος ξένης οὐσίας, ἀνόθευτος τὴν σύστασιν ἢ τὴν ποιότητα, πᾶν αὐτὸ καθ᾿ ἑαυτό, ἄνευ ἄλλης οὐσίας κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Σινώπ.): Ἁγνὸ βούτυρο- κερὶ- κρασὶ- μέλι κττ. κοιν. Μάλαμα ἁγνὺ Κῶς ᾿Γνὺ ἀσήμι- μάλαμα Ρόδ. Ἁγνὸ κριθάρι- σιτάρι (ἀντίθ. ἄτσαλο κριθάρι- σιτάρι) Κάρπ. ἁγνὺ σιτάρι (τὸ κεκαθαρμένον, τὸ ἀπηλλαγμένον σκυβάλων) Ρόδ. Ἁγνὺ λᾴδι (καθαρόν, διαυγές, ἀπηλλαγμένον παντελῶς τῆς ἀμόλγης. Συνών. λαπάντι) Ρόδ. || Φρ. Ἁγνὸ ἁγνὸ τὸ τρώγει (ἄνευ ἀρτύματος ἢ ἄρτου) Σινώπ. Ἔφαϊ τοὺ φαεῖ ἁγνὸ (ἄνευ ἄρτου) Ἤπ. (πβ. ξερὸ ψωμί, ψιλαχὸ κρέας- ψωμὶ κττ.) Ἔχω ἕνα μοναζὸ τσιˬ ἁγνὸ (ἓν μόνον, ἐντελῶς μόνον, μονώτατον) Ἄνδρ. Συνών. ἁγναῖος 1, ἀκρᾶτος, μονᾶτος. β)Ὤμός, συνήθως ἐπὶ κρέατος Θεσσ. (Καλαμπάκ.): Ἁγνὸ κρέας. 2)Ὁ ἐν μεγίστῳ βαθμῷ ἐνυπάρχων που, ὁ ἐπικρατῶν τῶν ἄλλων οὐσιῶν κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ.): Λέει ἁγνὸ ψέμα (ἐντελῶς ψεύδεται) Ἠπ. Αὐτὸς ὁ καφὲς εἶναι ἁγνὸ κριθάρι αὐτόθ. Τὸ κρασὶ εἶναι ἁγνὸ νερὸ Κέρκ. Τὸ χωράφι εἶναι ἁγνὺ πέτρα αὐτόθ. Αὐτὸ τοὺ τυρὶ- τοὺ φαεῖ εἶνι ἁγν][ο βούτυρου (τὸ βούτυρον πέρα τοῦ δέοντος, πέρα τοῦ συνήθους) Μακεδ. Αὐτὸ τοὺ κουπά᾿ βρουμάει ἁγνὺ ψαρεˬὲς Σάμ. Ἁγνὺν πέτρα εἶναι τὸ κλιθάρι (πλῆρες λίθων) Σύμ. ||Φρ. Ἁγνὸ χολὴ ἐκόπεν (μεγάλως ὠργίσθη) Ἀμισ. || ᾎσμ. Ἀνατολὴ ἔβρεξε νερὸ κ᾿ ἡ ᾿ύσι ᾿χνὸν χαλάζι Κάρπ. β)Ἐπιρρημάτ. ἐντελῶς, καθ᾿ ὁλοκληρίαν Μακεδ. (Κοζ.) Σάμ. Σύμ. Χίος: Ψάριˬα ἁγνὺν τρίγλες Σύμ. Μυρίζ᾿ ἁγνῦ σκουρδεˬὲς Σάμ. ||ᾌσμ. Ἔκαμα τσαὶ τὴν κούνιˬαν του ἁγνὺν μαργαριτάρι Χίος Κὶ τὰ καλιγουσφύριˬα του ἁγνὺς μαργαριτάρι Κοζ. γ)Ἐπιρρηματ. πάντοτε, ἀκαταπαύστως Μακεδ. (Βελβ.): Ἁγνὸ ἔρκιτι. 3)Ὁ ἐξ ἁγνῆς μετάξης Μακεδ. (Χαλκιδ.): Ἁγνὸς ἀλατζᾶς, ἁγνὸ φ᾿στά᾿, ἁγνὸ κίτρ᾿νου, κόκκ᾿νου ἁγνὸ (ὁλομέταξον ὕφασμα μετὰ ραβδώσεων κιτρίνων, ἐρυθρῶν). Συνώ. ἁγνομέταξος. 4)Ἐπὶ τοῦ κλιβάνου, ὁ κεκαθαρμένος ἀπὸ τῆς σποδιᾶς καὶ ἕτοιμος νὰ δεχθῇ τοὺς ἄρτους καὶ συνεκδοχικῶς ὁ πεπυρακτωμένος Κῶς. 5)Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ. (κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. ψωμί), ὁ σίτινος ἄρτος Κάρπ. Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.): Ἐμεῖς ἁγνὸ τρώμε, μὰ ἁγνὸ δὲν τρώμε· σεῖς Ἁγνὸ δὲν τρώτε, μ᾿ ἁγνὸ τρώτε (λογοπ. ἐκ τῆς διττῆς σημασίας τοῦ ἁγνό, σίτινος ἄρτος καὶ πάντοτε) Μακεδ. Συνών. καθάρε͜ιο, δι᾿ ὃ ἰδ. καθάρε͜ιος. 6)Ἐπὶ ἰχθύων, ὁ ἄνευ λίπους Βιθυν.: Γούλο τὸ ψάρι ἁγνὸ εἶναι. β)Συνεκδ. ἄπαχος, λυπρὸς Θρᾴκ. (Βιζ.):ἁγνὸ χωράφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA