ἀγριμολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριμολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγριμολόγος ὁ, Ἀντικύθ. Κρήτ. Πληθ. ἀγριμολόοι Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀγρίμι καὶ -λόγος, ὅπερ κατέστη παραγωγικὴ κατάλ., περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾶ. 22 (1910) 247.

Σημασιολογία

Θηρευτὴς αἰγάγρων ἔνθ’ ἀν.: Ἄσμ. Πο͜ιὸς εἶν’ ὁ νεˬὸς ὁ κυνηγός, ὁ νεˬὸς ὁ ἀγριμολόγος, ποῦ δὲ φοβᾶται τὸ θεριˬὸ καὶ δὲ dρομάσσει δράκω; Κρήτ. Σαράdα μέρες ἔκαμεν ὁ κυνηγὸς ’ς τὸ dαῦκο κιˬ ἀπάνω τσοὶ σαράδα δυˬὸ ἔστεσε μοιρολόι, παιδιˬά, δὲν εἶναι κυνηγοί, δὲν εἶν’ ἀγριμολόοι; (dαῦκο=χάνδακα. ἔστεσε μοιρολόι=ἤρχισε νὰ θρηνῇ) αὐτόθ. Συνών. ἀγριμοκυνηγός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/